ἀπερίσπαστος — not diawn hither and thither masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίσπαστος — η, ο (AM ἀπερίσπαστος, ον) [περισπώμαι] 1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες 2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές αρχ. 1. (για στρατεύματα) ο μη… … Dictionary of Greek
ἀπερισπάστως — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither adverbial ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίσπαστον — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc sg ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστοις — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστου — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστους — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστῳ — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίσπαστοι — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέ(γ)νοιαστος — η, ο ο αμέριμνος, ο απερίσπαστος, ο ήσυχος από φροντίδες. ξένοιαστος η, ο ο αμέριμνος, ο δίχως φροντίδες, ο απερίσπαστος, ο αδιάφορος: Ξένοιαστη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)